- υπερίδρωση
- η, Νιατρ. παθολογικά αυξημένη έκκριση ιδρώτα, γενικευμένη ή τοπική, που παρατηρείται κυρίως κατά την υποχώρηση εμπύρετων νοσημάτων, αλλ. υπεριδρωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperhidrosis < υπερ-* + ίδρωση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερίδρωσις, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.